προσόδους

προσόδους
πρόσοδος
going
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευπροσόδευτος — εὐπροσόδευτος, ον (Μ) αυτός που αποφέρει καλές προσόδους, ο αποδοτικός, ο παραγωγικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ οδεύω «εισπράττω εισόδημα, προσόδους»] …   Dictionary of Greek

  • Theorica — (Gr. polytonic|Θεωρικά) was in ancient Athens the name for the fund of monies expended on festivals, sacrifices, and public entertainments of various kinds; and also monies distributed among the people in the shape of largesses from the… …   Wikipedia

  • GAUGAMELA — locus Persidis, de quo Arrian. Πόλις δὲ ουκ ἦν Γαυγάμηλα, ἀλλὰ κώμη οὐ μεγάλη, οὐδὲ ὀνόμαςτος ὁ χῶρος, οὐδὲ εἰς ἀκουην` ἡδὺ τὸ ὄνομα. Ios. Scalig. ait, Gaugamela, linguâ Assyriacâ cameli intestina significare, rationem subdit, quod ibidem essent… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • αχρημάτιστος — η, ο (AM ἀχρημάτιστος, ον) [χρηματίζω] νεοελλ. αυτός που δεν χρηματίζεται, ο αδωροδόκητος μσν. ο χωρίς προσόδους αρχ. 1. φρ. «ἡμέρα ἀχρημάτιστος» ημέρα κατά την οποία δεν λειτουργούσε καμιά δημόσια υπηρεσία 2. ανώφελος …   Dictionary of Greek

  • δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

  • πολύυλος — ον, ΜΑ αυτός που έχει άφθονες προσόδους, πλούσιος αρχ. 1. αυτός που παρουσιάζει αφθονία δασών 2. αυτός που έχει άφθονα υλικά 3. πληθωρικός («σώματι πολυύλῳ», Αντυλλ.) 4. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη ύλης, πολλά υλικά 5. (για φάρμακα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”